- παγκευθής
- παγκευθής, -ές (Α)1. (με ενεργσημ.) αυτός που κρύβει τα πάντα («τὰν παγκευθῆ κάτω νεκρών πλάκα», Σοφ.2. (με παθ. σημ.) ολωσδιόλου κρυμμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -κευθής (< κεῦθος < κεύθω «κρύβω»), πρβλ. μελαγ-κευθής].
Dictionary of Greek. 2013.