παγκευθής

παγκευθής
παγκευθής, -ές (Α)
1. (με ενεργ
σημ.) αυτός που κρύβει τα πάντα («τὰν παγκευθῆ κάτω νεκρών πλάκα», Σοφ.
2. (με παθ. σημ.) ολωσδιόλου κρυμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -κευθής (< κεῦθος < κεύθω «κρύβω»), πρβλ. μελαγ-κευθής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παγκευθῆ — παγκευθής all concealing neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) παγκευθής all concealing masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) παγκευθής all concealing masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”